ελβετικός

ελβετικός
η , ό[ν] швейцарский;

ελβετικός τυρός — швейцарский сыр


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελβετικός" в других словарях:

  • ελβετικός — ή, ό αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην Ελβετία ή προέρχεται από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • ελβετικός — ή, ό που ανήκει ή παράγεται στην Ελβετία, που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή: Ελβετικά ρολόγια. – Ελβετική σημαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • ελβέτιος — ο 1. ελβετικός 2. φρ. «ελβέτιος βαθμίδα» βαθμίδα ασβεστολιθικών πετρωμάτων που περιέχουν απολιθωμένα οστά χερσαίων θηλαστικών κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»